στοχαστικός

στοχαστικός
η , ό[ν]
1) мыслящий; размышляющий; вдумчивый, глубокомысленный; 2) благоразумный, рассудительный;

στοχαστικοί λόγοι — благоразумные речи;

3) мыслительный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στοχαστικός" в других словарях:

  • στοχαστικός — skilful in aiming at masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. συνετός, μυαλωμένος. 2. αυτός που ενεργεί ή μιλάει με περίσκεψη: Στοχαστικός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοχαστικά — στοχαστικός skilful in aiming at neut nom/voc/acc pl στοχαστικά̱ , στοχαστικός skilful in aiming at fem nom/voc/acc dual στοχαστικά̱ , στοχαστικός skilful in aiming at fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικώτερον — στοχαστικός skilful in aiming at adverbial comp στοχαστικός skilful in aiming at masc acc comp sg στοχαστικός skilful in aiming at neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικῶν — στοχαστικός skilful in aiming at fem gen pl στοχαστικός skilful in aiming at masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικόν — στοχαστικός skilful in aiming at masc acc sg στοχαστικός skilful in aiming at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικαῖς — στοχαστικός skilful in aiming at fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικαί — στοχαστικός skilful in aiming at fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικοῖς — στοχαστικός skilful in aiming at masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοχαστικοί — στοχαστικός skilful in aiming at masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»